- υδροχλωρικός
- -ή, -ό, Νφρ. «υδροχλωρικό οξύ»χημ. άχρωμο και έντονα διαβρωτικό οξύ, το οποίο προκύπτει κατά τη διαλυτοποίηση αέριου υδροχλωρίου στο νερό και το οποίο έχει πολλές εφαρμογές, αλλά περιέχεται και στα γαστρικά υγρά τού στομάχου συντελώντας στην πέψη τών τροφών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chloryndrique acide (< χλώριο + θ. υδρ- τού ύδωρ). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].
Dictionary of Greek. 2013.